δυστήνους

δυστήνους
δύστηνος
wretched
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θάσσω — θάσσω, επικ. τ. θαάσσω (Α) κάθομαι, ησυχάζω, μένω αργός, κάθομαι αδρανής (α. «στρατὸς δὲ θάσσει», Ευρ. β. «θάσσω δυστήνους ἕδρας» κάθομαι σαν δύστυχος, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαFακ ψω < θάFακ ος, απ όπου και το θάκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”